παχύχυμος

παχύχυμος
-ον, Α
αυτός που έχει παχύ, πηχτο χυμό («δύσπεπτα καὶ παχύχυμα», Αλέξ. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + χυμός (πρβλ. κακό-χυμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παχύχυμος — with thick juices masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύχυμον — παχύχυμος with thick juices masc/fem acc sg παχύχυμος with thick juices neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυχύμοις — παχύχυμος with thick juices masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυχύμου — παχύχυμος with thick juices masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυχύμους — παχύχυμος with thick juices masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυχύμων — παχύχυμος with thick juices masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύχυμα — παχύχυμος with thick juices neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύχυμοι — παχύχυμος with thick juices masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”